- στρωμίδι
- το циновка, циновочная подстилка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρωμίδι — το, Ν καλαμωτό πλέγμα που τοποθετείται κάτω από τη στρωμνή ή χρησιμοποιείται ως στρωμνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρώμα + κατάλ. ίδι (πρβλ. δαχτυλ ίδι)] … Dictionary of Greek